- καλόγραφος
- καλόγραφος, -ον (Μ)ο γραμμένος καλλιγραφικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + -γραφος (< γράφω), πρβλ. ιδιό-γραφος, ομοιό-γραφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek